στρέφω
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Söyleniş
[değiştir]Eylem
[değiştir]στρέφω (stréfo) (geçmiş zaman έστρεψα, edilgen στρέφομαι)
- çevirmek, döndürmek, yönlendirmek, yöneltmek
- Στρέφω το βλέμμα μου προς τον ορίζοντα. — Bakışımı ufka doğru çeviriyorum.
- (mecaz) olaylara karşı bakış açısını değiştirmek
Türetilmiş kavramlar
[değiştir]- στραμμένος (stramménos)
İlgili sözcükler
[değiştir]- αναστρέφω (anastréfo)
- ανεμόστροφος (anemóstrofos)
- ανεπιστρεπτί (anepistreptí)
- bakınız: αντιστρέφω (antistréfo)
- αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís)
- αποστρέφω (apostréfo), αποστρέφομαι (apostréfomai)
- απόστροφος (apóstrofos)
- αργόστροφος (argóstrofos)
- αριστερόστροφος (aristeróstrofos)
- αυτοκαταστρέφομαι (aftokatastréfomai)
- βουστροφηδόν (voustrofidón)
- δεξιόστροφος (dexióstrofos)
- διάστρεμμα (diástremma)
- διαστρέφω (diastréfo)
- διαστροφή (diastrofí)
- ενδοστρέφεια (endostréfeia)
- ενδοστρεφής (endostrefís)
- εξωστρέφεια (exostréfeia)
- εξωστρερής (exostrerís)
- επιστρέφω (epistréfo)
- εσωστρέφεια (esostréfeia)
- εσωστρεφής (esostrefís)
- ευστροφία (efstrofía)
- εύστροφος (éfstrofos)
- καταστρέφω (katastréfo)
- μεταστρέφω (metastréfo)
- ξανάστροφος (xanástrofos)
- περιστρέφω (peristréfo)
- περίστροφο (perístrofo)
- πολύστροφος (polýstrofos)
- στρέμμα (strémma)
- στρεμματικός (stremmatikós)
- στρεπτόκοκκος (streptókokkos)
- στρεπτομυκίνη (streptomykíni)
- στρεπτός (streptós)
- στρέψη (strépsi)
- στρεψόδικος (strepsódikos)
- στρόφαλος (strófalos)
- στροφέας (stroféas)
- στροφή (strofí)
- στρόφιγγα (strófinga)
- στροφοδίνη (strofodíni)
- στροφόμετρο (strofómetro)
- συναναστρέφομαι (synanastréfomai)
- συστρέφω (systréfo)
- υπόστροφος (ypóstrofos)
|
- στραβός (stravós)
- στρόβιλος (stróvilos)
- στρίβω (strívo)
- στριφτός (striftós)
- στρόβος (stróvos)
- στρόμβος (strómvos)
Ayrıca bakınız
[değiştir]- -στροφος (-strofos)