θέμα
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Söyleniş
[değiştir]Ad
[değiştir]θέμα (théma) n (çoğulu θέματα)
- tema, ana konu
- konu, mesele
- (müzik) tema
- (dil bilimi, dil bilgisi) gövde
- (tarih) thema (Bizans İmparatorluğu'nun ana yerel idare birimi)
Çekimleme
[değiştir]θέμα (théma) adının çekimi
İlgili sözcükler
[değiştir]- αθέματος (athématos)
- ανάθεμα (anáthema), αναθεματίζω (anathematízo)
- αντίθεμα (antíthema)
- απόθεμα (apóthema)
- αποθεματικός (apothematikós)
- αποθεμένος (apotheménos)
- διπλόθεμος (diplóthemos)
- έκθεμα (ékthema)
- εναπόθεμα (enapóthema)
- επίθεμα (epíthema)
- εσώθεμα (esóthema)
- θεματάκι (thematáki)
- θεματικά (thematiká)
- θεματική (thematikí)
- θεματικός (thematikós)
- θεματικώς (thematikós)
- θεματογραφία (thematografía)
- θεματογραφικά (thematografiká)
- θεματογραφικός (thematografikós)
- θεματογραφώ (thematografó)
- θεματοδότης (thematodótis)
- θεματοθέτης (thematothétis), θεματοθέτρια (thematothétria)
- θεματολογία (thematología)
- θεματολογικά (thematologiká)
- θεματολογικός (thematologikós)
- θεματολόγιο (thematológio)
- θεματοφύλακας (thematofýlakas)
- θέμελιος (thémelios)
- μονόθεμος (monóthemos)
- ομόθεμος (omóthemos)
- παναθεματίζω (panathematízo)
- παράθεμα (paráthema)
- πρόθεμα (próthema)
- προθεματικός (prothematikós)
- πρόσθεμα (prósthema)
- σύνθεμα (sýnthema)
- υπεραπόθεμα (yperapóthema)
- υπερθεματίζω (yperthematízo)
- υπερθεμάτιση (yperthemátisi)
- υπερθεματισμός (yperthematismós)
- υπερθεματιστής (yperthematistís), υπερθεματίστρια (yperthematístria)
- υπόθεμα (ypóthema)
Ek okumalar
[değiştir]- greek-language.gr sitesinde: θέμα maddesi