προγραμματίζομαι
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Eylem
[değiştir]προγραμματίζομαι (programmatízomai) (geçmiş zaman προγραμματίστηκα veya προγραμματίσθηκα, etken προγραμματίζω)
- προγραμματίζω (programmatízo) sözcüğünün edilgen çekimi
προγραμματίζομαι (programmatízomai) (geçmiş zaman προγραμματίστηκα veya προγραμματίσθηκα, etken προγραμματίζω)