μονοψήφιος
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Köken
[değiştir]μονο- (mono-) + -ψήφιος (-psífios)[1]
Söyleniş
[değiştir]Ön ad
[değiştir]μονοψήφιος (monopsífios) (dişil μονοψήφια, nötr μονοψήφιο)
Çekimleme
[değiştir]μονοψήφιος (monopsífios) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | μονοψήφιος (monopsífios) | μονοψήφια (monopsífia) | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφιοι (monopsífioi) | μονοψήφιες (monopsífies) | μονοψήφια (monopsífia) |
tamlayan | μονοψήφιου (monopsífiou) | μονοψήφιας (monopsífias) | μονοψήφιου (monopsífiou) | μονοψήφιων (monopsífion) | μονοψήφιων (monopsífion) | μονοψήφιων (monopsífion) |
belirtme | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφια (monopsífia) | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφιους (monopsífious) | μονοψήφιες (monopsífies) | μονοψήφια (monopsífia) |
seslenme | μονοψήφιε (monopsífie) | μονοψήφια (monopsífia) | μονοψήφιο (monopsífio) | μονοψήφιοι (monopsífioi) | μονοψήφιες (monopsífies) | μονοψήφια (monopsífia) |
İlgili sözcükler
[değiştir]- bakınız: ψηφίο (psifío)
Kaynakça
[değiştir]- ↑
- greek-language.gr sitesinde: μονοψήφιος maddesi