κατηγορώ
Görünüm
Ayrıca bakınız: κατηγορῶ |
Yunanca
[değiştir]Köken
[değiştir]Öğrenilmiş bir şekilde Eski Yunanca κατηγορῶ (katēgorô) sözcüğünden nakledildi.[1]
Söyleniş
[değiştir]Eylem
[değiştir]κατηγορώ (katigoró) (geçmiş zaman κατηγόρησα, edilgen κατηγορούμαι)
- (genel olarak) suçlamak, itham etmek, eleştirmek
- (hukuk) suçlamak, itham etmek
Çekimleme
[değiştir]κατηγορώ eyleminin çekimi
Etken | Edilgen | |||
Bildirme kipi | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı |
Geçmiş olmayan zamanlar | Şimdiki zaman | Bağımlı | Şimdiki zaman | Bağımlı |
εγώ (ben) | κατηγορώ (katigoró) | κατηγορήσω (katigoríso) | κατηγορούμαι (katigoroúmai) | κατηγορηθώ (katigorithó) |
εσύ (sen) | κατηγορείς (katigoreís) | κατηγορήσεις (katigoríseis) | κατηγορείσαι (katigoreísai) | κατηγορηθείς (katigoritheís) |
αυτ(ός/ή/ό) (o) | κατηγορεί (katigoreí) | κατηγορήσει (katigorísei) | κατηγορείται (katigoreítai) | κατηγορηθεί (katigoritheí) |
εμείς (biz) | κατηγορούμε (katigoroúme) | κατηγορήσουμε (katigorísoume) | κατηγορούμαστε (katigoroúmaste) | κατηγορηθούμε (katigorithoúme) |
εσείς (siz) | κατηγορείτε (katigoreíte) | κατηγορήσετε (katigorísete) | κατηγορείστε (katigoreíste) | κατηγορηθείτε (katigoritheíte) |
αυτ(οί/ές/ά) (onlar) | κατηγορούν (katigoroún) | κατηγορήσουν (katigorísoun) | κατηγορούνται (katigoroúntai) | κατηγορηθούν (katigorithoún) |
Geçmiş zamanlar | Kusurlu | Basit geçmiş | Kusurlu | Basit geçmiş |
εγώ (ben) | κατηγορούσα (katigoroúsa) | κατηγόρησα (katigórisa) | κατηγορούμουν (katigoroúmoun) | κατηγορήθηκα (katigoríthika) |
εσύ (sen) | κατηγορούσες (katigoroúses) | κατηγόρησες (katigórises) | κατηγορούσουν (katigoroúsoun) | κατηγορήθηκες (katigoríthikes) |
αυτ(ός/ή/ό) (o) | κατηγορούσε (katigoroúse) | κατηγόρησε (katigórise) | κατηγορούνταν (katigoroúntan) | κατηγορήθηκε (katigoríthike) |
εμείς (biz) | κατηγορούσαμε (katigoroúsame) | κατηγορήσαμε (katigorísame) | κατηγορούμασταν (katigoroúmastan) | κατηγορηθήκαμε (katigorithíkame) |
εσείς (siz) | κατηγορούσατε (katigoroúsate) | κατηγορήσατε (katigorísate) | κατηγορούσασταν (katigoroúsastan) | κατηγορηθήκατε (katigorithíkate) |
αυτ(οί/ές/ά) (onlar) | κατηγορούσαν (katigoroúsan) | κατηγόρησαν (katigórisan) | κατηγορούνταν (katigoroúntan) | κατηγορήθηκαν (katigoríthikan) |
Emir kipi | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı | Tamamlanmamış bakış açısı | Tamamlanmış bakış açısı |
εσύ (sen) | – (–) | κατηγόρησε (katigórise) | – (–) | κατηγορήσου (katigorísou) |
εσείς (siz) | κατηγορείτε (katigoreíte) | κατηγορήστε (katigoríste) | κατηγορείστε (katigoreíste) | κατηγορηθείτε (katigoritheíte) |
İlgili sözcükler
[değiştir]- αλληλοκατηγορία (allilokatigoría)
- αυτοκατηγορούμαι (aftokatigoroúmai)
- κατηγορουμένη (katigorouméni)
- κατηγορούμενο (katigoroúmeno)
- κατηγόρημα (katigórima)
- κατηγορία (katigoría)
- bakınız: κατήγορος (katígoros)