στερεοσκοπικός
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Ön ad
[değiştir]στερεοσκοπικός (stereoskopikós) (dişil στερεοσκοπική, nötr στερεοσκοπικό)
Çekimleme
[değiştir]στερεοσκοπικός (stereoskopikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | στερεοσκοπικός (stereoskopikós) | στερεοσκοπική (stereoskopikí) | στερεοσκοπικό (stereoskopikó) | στερεοσκοπικοί (stereoskopikoí) | στερεοσκοπικές (stereoskopikés) | στερεοσκοπικά (stereoskopiká) |
tamlayan | στερεοσκοπικού (stereoskopikoú) | στερεοσκοπικής (stereoskopikís) | στερεοσκοπικού (stereoskopikoú) | στερεοσκοπικών (stereoskopikón) | στερεοσκοπικών (stereoskopikón) | στερεοσκοπικών (stereoskopikón) |
belirtme | στερεοσκοπικό (stereoskopikó) | στερεοσκοπική (stereoskopikí) | στερεοσκοπικό (stereoskopikó) | στερεοσκοπικούς (stereoskopikoús) | στερεοσκοπικές (stereoskopikés) | στερεοσκοπικά (stereoskopiká) |
seslenme | στερεοσκοπικέ (stereoskopiké) | στερεοσκοπική (stereoskopikí) | στερεοσκοπικό (stereoskopikó) | στερεοσκοπικοί (stereoskopikoí) | στερεοσκοπικές (stereoskopikés) | στερεοσκοπικά (stereoskopiká) |