σκάνδαλο
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Farklı yazılışlar
[değiştir]- σκάνταλο (skántalo)
Köken
[değiştir]Koini Grekçesi σκάνδαλον (skándalon).[1]
Söyleniş
[değiştir]Ad
[değiştir]σκάνδαλο (skándalo) n (çoğulu σκάνδαλα)
Çekimleme
[değiştir]σκάνδαλο (skándalo) adının çekimi
İlgili sözcükler
[değiştir]- ασκανδάλιστος (askandálistos)
- ροζ σκάνδαλο (roz skándalo)
- σκανδάλη (skandáli)
- σκανδαλιά (skandaliá)
- σκανδαλίζω (skandalízo)
- σκανδαλιστικός (skandalistikós)
- σκανδαλοθηρία (skandalothiría)
- σκανδαλοθηρώ (skandalothiró)
- σκανδαλολογία (skandalología)
- σκανδαλολογώ (skandalologó)
- σκανδαλοπλόκος (skandaloplókos)
- σκανδαλοποιός (skandalopoiós)
- σκανδαλώδης (skandalódis)