σημαντικός
Görünüm
Eski Yunanca
[değiştir]Köken
[değiştir]σημαίνω (sēmaínō) + -ικός (-ikós)
Ön ad
[değiştir]σημαντικός (sēmantikós)
Türetilmiş kavramlar
[değiştir]- ἐπισημαντικός (episēmantikós)
- κατασημαντικός (katasēmantikós)
- παρασημαντικός (parasēmantikós)
- προσημαντικός (prosēmantikós)
- συσσημαντικός (sussēmantikós)
Uğradığı değişimler
[değiştir]- Fransızca: sémantique
- İngilizce: semantic
- Yunanca: σημαντικός (simantikós)
Yunanca
[değiştir]Köken
[değiştir]Eski Yunanca σημαντικός (sēmantikós) sözcüğünden.
Söyleniş
[değiştir]Ön ad
[değiştir]σημαντικός (simantikós) (dişil σημαντική, nötr σημαντικό)
- önemli, önem arz eden, kayda değer
- zıt anlamlısı: ασήμαντος (asímantos)
- Ο καλός ύπνος είναι σημαντικός για την απώλεια βάρους. — İyi uyku, kilo vermek için önemlidir.
Çekimleme
[değiştir]σημαντικός (simantikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | σημαντικός (simantikós) | σημαντική (simantikí) | σημαντικό (simantikó) | σημαντικοί (simantikoí) | σημαντικές (simantikés) | σημαντικά (simantiká) |
tamlayan | σημαντικού (simantikoú) | σημαντικής (simantikís) | σημαντικού (simantikoú) | σημαντικών (simantikón) | σημαντικών (simantikón) | σημαντικών (simantikón) |
belirtme | σημαντικό (simantikó) | σημαντική (simantikí) | σημαντικό (simantikó) | σημαντικούς (simantikoús) | σημαντικές (simantikés) | σημαντικά (simantiká) |
seslenme | σημαντικέ (simantiké) | σημαντική (simantikí) | σημαντικό (simantikó) | σημαντικοί (simantikoí) | σημαντικές (simantikés) | σημαντικά (simantiká) |
İlgili kavramlar
[değiştir]- εξαιρετικός (exairetikós, “mükemmel”)