μετανιώνω
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Eylem
[değiştir]μετανιώνω (metanióno)
Söyleniş
[değiştir]- [1] pişman olmak
- Θα σε κάνω να μετανιώσεις για αυτά που είπες. (Tha se káno na metanióseis ya aftá pou eípes)
- Seni bunu dediğine pişman edeceğim.
- Θα σε κάνω να μετανιώσεις για αυτά που είπες. (Tha se káno na metanióseis ya aftá pou eípes)
- [2] vazgeçmek, caymak
- Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά το μετάνιωσε αμέσως. (Píge na anápsei éna tsigáro allá to metániose amésos)
- Bir sigara yakmaya gitti ama sonra vazgeçti.
- Πήγε να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά το μετάνιωσε αμέσως. (Píge na anápsei éna tsigáro allá to metániose amésos)