δυστυχισμένος
Görünüm
Yunanca
[düzenle]Ön ad
[düzenle]δυστυχισμένος (dystychisménos) (dişil δυστυχισμένη, nötr δυστυχισμένο)
Çekimleme
[düzenle]δυστυχισμένος (dystychisménos) ön adının çekimi
| tekil (ενικός) | çoğul (πληθυντικός) | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| eril (αρσενικό) | dişil (θηλυκό) | nötr (ουδέτερο) | eril (αρσενικό) | dişil (θηλυκό) | nötr (ουδέτερο) | |
| yalın (ονομαστική) | δυστυχισμένος (dystychisménos) | δυστυχισμένη (dystychisméni) | δυστυχισμένο (dystychisméno) | δυστυχισμένοι (dystychisménoi) | δυστυχισμένες (dystychisménes) | δυστυχισμένα (dystychisména) |
| tamlayan (γενική) | δυστυχισμένου (dystychisménou) | δυστυχισμένης (dystychisménis) | δυστυχισμένου (dystychisménou) | δυστυχισμένων (dystychisménon) | δυστυχισμένων (dystychisménon) | δυστυχισμένων (dystychisménon) |
| belirtme (αιτιατική) | δυστυχισμένο (dystychisméno) | δυστυχισμένη (dystychisméni) | δυστυχισμένο (dystychisméno) | δυστυχισμένους (dystychisménous) | δυστυχισμένες (dystychisménes) | δυστυχισμένα (dystychisména) |
| seslenme (κλητική) | δυστυχισμένε (dystychisméne) | δυστυχισμένη (dystychisméni) | δυστυχισμένο (dystychisméno) | δυστυχισμένοι (dystychisménoi) | δυστυχισμένες (dystychisménes) | δυστυχισμένα (dystychisména) |
Karşıt anlamlılar
[düzenle]- ευτυχισμένος (eftychisménos)
İlgili sözcükler
[düzenle]- δυστυχία (dystychía, “mutsuzluk”)