διηπειρωτικός
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Köken
[değiştir]δι- (di-) + ηπειρωτικός (ipeirotikós); İngilizce intercontinental sözcüğünden çeviri yoluyla.[1]
Ön ad
[değiştir]διηπειρωτικός (diipeirotikós) (dişil διηπειρωτική, nötr διηπειρωτικό)
- kıtalar arası veya birden fazla kıta ile ilgili olan
Çekimleme
[değiştir]διηπειρωτικός (diipeirotikós) ön adının çekimi
tekil | çoğul | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
eril | dişil | nötr | eril | dişil | nötr | |
yalın | διηπειρωτικός (diipeirotikós) | διηπειρωτική (diipeirotikí) | διηπειρωτικό (diipeirotikó) | διηπειρωτικοί (diipeirotikoí) | διηπειρωτικές (diipeirotikés) | διηπειρωτικά (diipeirotiká) |
tamlayan | διηπειρωτικού (diipeirotikoú) | διηπειρωτικής (diipeirotikís) | διηπειρωτικού (diipeirotikoú) | διηπειρωτικών (diipeirotikón) | διηπειρωτικών (diipeirotikón) | διηπειρωτικών (diipeirotikón) |
belirtme | διηπειρωτικό (diipeirotikó) | διηπειρωτική (diipeirotikí) | διηπειρωτικό (diipeirotikó) | διηπειρωτικούς (diipeirotikoús) | διηπειρωτικές (diipeirotikés) | διηπειρωτικά (diipeirotiká) |
seslenme | διηπειρωτικέ (diipeirotiké) | διηπειρωτική (diipeirotikí) | διηπειρωτικό (diipeirotikó) | διηπειρωτικοί (diipeirotikoí) | διηπειρωτικές (diipeirotikés) | διηπειρωτικά (diipeirotiká) |
İlgili sözcükler
[değiştir]- bakınız: ήπειρος (ípeiros)
Kaynakça
[değiştir]- ↑
- greek-language.gr sitesinde: διηπειρωτικός maddesi