γεννάω
Görünüm
Yunanca
[değiştir]Köken
[değiştir]γενν(ώ) + -άω (-áo). Eski Yunanca γεννῶ (gennô) sözcüğünden, γεννάω (gennáō) sözcüğünden.
Söyleniş
[değiştir]Eylem
[değiştir]γεννάω (gennáo) (geniş zaman alternatif γεννώ, geçmiş zaman γέννησα, edilgen γεννιέμαι)
İlgili sözcükler
[değiştir]- αναγεννώ (anagennó)
- απογεννώ (apogennó)
- αρτιγέννητος (artigénnitos)
- γεννοβολάω (gennovoláo), γεννοβολώ (gennovoló)
- κακογεννάω (kakogennáo), κακογεννώ (kakogennó)
- ξαναγεννάω (xanagennáo), ξαναγεννώ (xanagennó)
- ξεγεννάω (xegennáo), ξεγεννώ (xegennó)
- αγέννητος (agénnitos)
- αναγέννηση (anagénnisi)
- αναγεννησιακός (anagennisiakós)
- γέννα (génna)
- γέννημα (génnima)
- γέννηση (génnisi)
- γεννητικός (gennitikós)
- γεννητικότητα (gennitikótita)
- γεννήτορας (gennítoras)
- γεννητούρια (gennitoúria)
- γεννήτρια (gennítria)
- γεννοφάσκια (gennofáskia)
- ετοιμόγεννος (etoimógennos)
- νεκρογέννητος (nekrogénnitos)
- νεογέννητος (neogénnitos)
- πορφυρογέννητος (porfyrogénnitos)
- πρωτόγεννος (protógennos)
- Χριστούγεννα (Christoúgenna)